ὁμαλύνει

ὁμαλύνει
ὁμαλύ̱νει , ὁμαλύνω
bring
aor subj act 3rd sg (epic)
ὁμαλύ̱νει , ὁμαλύνω
bring
pres ind mp 2nd sg
ὁμαλύ̱νει , ὁμαλύνω
bring
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυλίνδρισμα — το [κυλινδρίζω] γεωργική εργασία κατά την οποία ένας ειδικός βαρύς σιδερένιος κύλινδρος περνά πάνω στο οργωμένο και σβαρνισμένο χωράφι και τό ομαλύνει συντρίβοντας τις συμπαγείς χωμάτινες μάζες του, τους βώλους του, και συμπιέζοντας την επιφάνειά …   Dictionary of Greek

  • πλάνη — I (λ. ιταλ.), εργαλείο ξυλουργού με το οποίο ομαλύνει τις επιφάνειες των ξύλων, αλλιώς ροκάνι, το: Σιάξε το ξύλο με την πλάνη. II γνώμη λαθεμένη, σφάλμα, λάθος: Δεν είναι σπάνιες οι δικαστικές πλάνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”